γκέτο

γκέτο
Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να συγκεντρώνονται αυθόρμητα σε ορισμένες συνοικίες –έτσι ώστε να διευκολύνονται η διαχείριση της κοινότητας, οι κοινωνικές σχέσεις και τα θρησκευτικά καθήκοντά τους– υπήρχε από τα πρώτα χρόνια μετά τη διασπορά: εβραϊκές συνοικίες υπήρχαν στην Αλεξάνδρεια, στις Σάρδεις, στην Αλικαρνασσό και πιθανώς στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός όμως του γ. ως υποχρεωτικής διαμονής άρχισε να διαμορφώνεται τον Μεσαίωνα, ιδιαίτερα στη Γερμανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία από τον 13o αι. και πρέπει να εξεταστεί –περισσότερο από την άποψη του θρησκευτικού διωγμού– στο πλαίσιο της εμπορικής αντιζηλίας που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην αστική τάξη των χριστιανών εμπόρων και βιοτεχνών, που διεκδικούσε διαρκώς μεγαλύτερη αυτονομία από τους βασιλιάδες και τους φεουδαρχικούς άρχοντες, και στη μονίμως πιο ανθηρή εβραϊκή εμπορική τάξη που, πληρώνοντας στους άρχοντες διαρκώς μεγαλύτερους φόρους, εξασφάλιζε την εύνοιά τους. Η judengasse στη Γερμανία, η juderia στην Ισπανία, η juiverie στη Γαλλία, γίνονταν έτσι, με τοπικές διατάξεις που περιόριζαν τις κινήσεις των Εβραίων, ένα είδος πόλης μέσα στην πόλη, φυλακής όπου οι νόμοι περιόριζαν την εβραϊκή κοινότητα, την απομάκρυναν από την κίνηση και το εμπόριο της πόλης, την καταδίκαζαν και την περιόριζαν στη φτώχεια και στις ανθυγιεινές συνθήκες ζωής σε στενό χώρο. Στην Ιταλία, το πρώτο γ. εμφανίστηκε στο Τορίνο τον 14o αι. και ο περιορισμός των Εβραίων αποκορυφώθηκε στην περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης, με τη βούλα του πάπα Παύλου ΣΤ’ Cum nimis absurdum το 1555, η οποία μαζί με άλλα δεσμευτικά μέτρα περιόριζε τη διαμονή των Εβραίων σε όλο το παπικό κράτος. Τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν σε όλη την Ιταλία εκτός από το Λιβόρνο και στο μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Στη Ρωσία και μερικές άλλες χώρες σημειώθηκαν έντεχνα οργανωμένες αιματηρές λαϊκές εξεγέρσεις (πογκρόμ) εναντίον των Εβραίων, τους οποίους κατηγορούσαν για εμπορική κερδοσκοπία. Ανάμεσα στους απαγορευτικούς περιορισμούς εναντίον των Εβραίων, περιλαμβανόταν η απαγόρευση μετά τη δύση του ήλιου της εξόδου από τα όρια του γ., το οποίο ήταν κλεισμένο με τείχη και πύλες, και η υποχρέωση να φέρουν διακριτικό σήμα (σάλι ή καπέλο) όταν έβγαιναν· επιπλέον, δεν επιτρεπόταν σε αυτούς η κατοχή ακινήτων και η άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων. Από τα πολλά σχετικά επεισόδια αξίζει να αναφερθεί η διαμάχη της δημαρχίας της Φρανκφούρτης με τη βασιλική εξουσία στις αρχές του 17ου αι. όταν η δημαρχία διεκδικούσε το δικαίωμα να απελάσει τους Εβραίους δημεύοντας τις περιουσίες τους. Μετά τη Γαλλική επανάσταση, η φιλελεύθερη κίνηση αξίωσε το άνοιγμα των γ. Το γ. της Ρώμης όμως διατηρήθηκε έως το 1870, όταν ο Γκαριμπάλντι απέσπασε την πόλη από το παπικό κράτος. Ο θεσμός των γ. ξανάζησε την εποχή του χιτλερισμού στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και έφτασε στο αποκορύφωμα της θηριωδίας και του φανατισμού με το δράμα της Βαρσοβίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και για να χαρακτηρίσει τις πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές που κατοικούνται από εθνικές και πολιτισμικές μειονότητες. Έλαβε μάλιστα εξίσου αρνητική σημασία στην περίπτωση των κοινωνικά αποκλεισμένων μαύρων των ΗΠΑ (Αφροαμερικανών), αλλά αποτέλεσε πρόβλημα και για διάφορες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις στις οποίες συνέρευσαν κατά τη δεκαετία του 1960 μετανάστες από τις πρώην αποικίες: το Λονδίνο απέκτησε γ. με οικονομικούς μετανάστες από την Καραϊβική, την Ινδία και το Πακιστάν, το Παρίσι με Αλγερινούς κλπ.
* * *
το
1. συνοικία τών εβραϊκών κοινοτήτων σε διάφορες πόλεις τής Ευρώπης
2. μέρος όπου ομάδες ατόμων ζουν σε αθλιότητα, στο περιθώριο τής κοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghetto «χυτήριο». Πρόκειται πιθανώς για βενετική συνοικία όπου τον 16ο αιώνα λειτουργούσαν χυτήρια και υπήρχε εκεί και μια παροικία Εβραίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκέτο — το (λ. ιταλ.), συνοικία πόλης, όπου κατοικούν μειονοτικοί πληθυσμοί: Το γκέτο των Εβραίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λος Άντζελες — (Los Angeles). Πόλη (3.694.820 κάτ. το 2000) των Ηνωμένων Πολιτειών, στο νότιο τμήμα της πολιτείας της Καλιφόρνια. Το Λ.Ά. βρίσκεται στην ακτή του Ειρηνικού ωκεανού, σε μία μικρή πεδιάδα, περικλεισμένη στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της από βουνά …   Dictionary of Greek

  • Μαύροι Πάνθηρες — (Black Panther Party). Επαναστατικό κίνημα, η πλήρης ονομασία του οποίου είναι Μαύροι Πάνθηρες για την Αυτοάμυνα (Black Panther Party For Self defense). Το κίνημα ιδρύθηκε το 1966 στο Όκλαντ των ΗΠΑ από τον Χιούι Νιούτον και τον Μπόμπι Σίαλ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Омония (район Афин) — У этого термина существуют и другие значения, см. Омония …   Википедия

  • άπαρτχαϊντ — (apartheid). Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο –μαύρο κυρίως– πληθυσμό, που εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική (σημ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία). Η λέξη απαρτχάιντ στα αφρικάανς …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Άρμστρονγκ, Λούις — (Louis Armstrong,Νέα Ορλεάνη 1900 – Νέα Υόρκη 1971). Αφροαμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής. Θεωρείται ο πατέρας της κλασικής τζαζ. Σε ηλικία 13 ετών εγκαταλείπει την τρώγλη του γκέτο και κλείνεται για έναν χρόνο σε αναμορφωτήριο, γιατί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”